Η ώρα του Έρωτα
Η βραδιά είχε κρατήσει αρκετή απ' τη ζέστη της μέρας. Δίπλα στη στέρνα, κάτι γυάλιζε στο φως της σελήνης. Η λύρα. Την είχε ξεχάσει εκεί η Ελίσσα. Την σήκωσα στα χέρια μου. Είχα χρόνια να παίξω. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα καλή, όμως παληά μου άρεσε να τραγουδώ. Γρατζούνισα δειλά τις χορδές της. Μετά, σαν να περίμενε χρόνια να βγει από μέσα μου, ένα τραγούδι της Σαπφούς μου ήρθε στα χείλη.
“Αθάνατη Αφροδίτη, στον θρόνο τον λαμπρό σου,
κόρη του Δία δολοπλόκα, σε ικετεύω δέσποινα,
μη τυραννάς μ' έγνοιες και μαράζια την καρδιά μου!”
Ποτέ δεν είχα παρακαλέσει την Αφροδίτη. Ποτέ δεν είχα θυσιάσει στη χάρη της. Κι αυτή μου πήρε τον Σωσικράτη και την Αταλάντα. 'Θεά, συγχώρεσέ με! Δεν σε τίμησα και το πλήρωσα! Μετάνιωσα Θεά μου! Λυπήσου με! Άσε με να γνωρίσω αυτόν τον έρωτα, τον ποιο σημαντικό της ζωής μου! Μή μου στερήσεις αυτή τη χαρά'!
“Έλα πάλι και σώσε με
από τον βαρύ καϋμό. Κάνε να εκπληρωθούν
όσα η καρδιά μου λαχταρά και γίνε
σύμμαχός μου.”1
Το θρόισμα των φύλλων μ' έκανε να σηκώσω το κεφάλι. Ο Ελλάνικος στεκόταν κάτω από την βελανιδιά και με κοιτούσε. Πότε ήρθε; Δεν τον είχα πάρει είδηση! Το φως της σελήνης ασήμωνε το πρόσωπο, τα χέρια, τον χιτώνα του.
“Μην σταματάς! Έχω χρόνια να σ' ακούσω να τραγουδάς. Έχεις τόσο ωραία φωνή”!
“Δεν είχα λόγο για να τραγουδήσω”.
“Και τώρα”; Με πλησίασε και γονάτισε μπροστά μου, ώστε να με βλέπει καλύτερα.
“Τώρα ήρθε ή ώρα της Αφροδίτης”.
1